περσεύς

περσεύς
περσεύς
Grammatical information: m.
Meaning: name of an unknown fish in the Red Sea (Ael. NA 3, 28); also πέρσος ὁ ἰχθῦς ποιὸς ἐν Έρυθρᾳ̃ γινόμενος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Ael. l.c. identical with the PN, what Strömberg Fischn. 96 tries to motivate. Rather a transformed foreign word (cf. Bosshardt 71). Thompson Fishes s. v. considers to identify the περσεύς with the Arab. fish bohar in meaning, evtl. also linguistically(?).
Page in Frisk: 2,517

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Περσεύς — a fish masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσεύς — (Αστρον.). Αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, μέσα στον Γαλαξία, μεταξύ των αστερισμών της Ανδρομέδας και του Ηνιόχου, και σε μια περιοχή πλούσια σε αστρικά σμήνη. Αποτελείται από 136 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι, και από τρία αστρικά σμήνη,… …   Dictionary of Greek

  • Περσεύς — (Αστρον.). Αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, μέσα στον Γαλαξία, μεταξύ των αστερισμών της Ανδρομέδας και του Ηνιόχου, και σε μια περιοχή πλούσια σε αστρικά σμήνη. Αποτελείται από 136 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι, και από τρία αστρικά σμήνη,… …   Dictionary of Greek

  • Περσέων — Πέρσευς masc gen pl Πέρσης a throw on the dice masc gen pl (epic ionic) Περσεύς a fish masc gen pl (ionic) Περσέω̆ν , Περσεύς a fish masc gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσέως — Πέρσευς masc nom sg (epic ionic) Περσέω̆ς , Περσεύς a fish masc gen sg (ionic) Περσεύς a fish masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσεῖον — Περσεύς a fish masc acc sg Περσεύς a fish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσεῖς — Περσεύς a fish masc acc pl (ionic) Περσεύς a fish masc nom/voc pl (ionic parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρσεις — Πέρσευς masc acc pl Πέρσευς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρση — Πέρσευς masc nom/voc/acc dual Πέρσευς masc acc sg Πέρσης a throw on the dice masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρσης — Πέρσευς masc nom pl Πέρσευς masc nom/voc pl Πέρσης a throw on the dice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Персей миф. герой — (Περσεύς) у греков один из древнейших героев аргосского цикла, первоначально бог света, родственный Беллерофонту и Гераклу и близко стоявший к культу Зевса, Афины и Аполлона. По древнейшей феогонии, П. титан, брат Астрея и Палланта, супруг… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”